Το λευκαρίτικο κέντημα, ίσως το πιο γνωστό κυπριακό παραδοσιακό κέντημα, έχει παγκόσμια φήμη. Έχει εξελιχθεί μέσω των αιώνων, έχοντας υποστεί αλλαγές λόγω της ιστορίας του νησιού. Μελετώντας την τεχνική, τα μοτίβα, τα τοπικά ονόματα, τις πρώτες ύλες και τα σχέδια, μπορεί κάποιος να βρει ίχνη του παρελθόντος τα οποία του επιτρέπουν να ανακαλύψει την ιστορία και την ταυτότητα του νησιού.
Το λευκαρίτικο κέντημα πήρε την ονομασία του από το χωριό Λεύκαρα, όπου γίνονται τα πιο δύσκολα και περίπλοκα σχέδια. Το λευκαρίτικο κέντημα κατασκευάζεται επίσης στα χωριά Κάτω Δρυς, Ορά, Σκαρίνου, Αθηαίνου και Κόρνος. Τα λευκαρίτικα, όπως είναι γνωστά, προήλθαν από τα ντόπια λευκά κεντήματα, τα «ασπροπλούμια», τα οποία οι γυναίκες σ' ολόκληρη την Κύπρο κεντούσαν ως μέρος της προίκας τους. Το κατάλευκο κέντημα αποτελείτο από γεωμετρικά σχέδια σε ανεβατό συνδυασμένο με κοπτό. Έπειτα, την μεσαιωνική εποχή, τα Λεύκαρα έγιναν το αγαπημένο καλοκαιρινό θέρετρο για τις βενετσιάνικες οικογένειες. Οι Βενετσιάνες κυρίες έπαιρναν τα δικά τους κεντήματα εκεί για να περάσουν τις μακριές, ζεστές ώρες του καλοκαιριού και τα σχέδια τους επηρέασαν εκείνα των ντόπιων γυναίκων, των οποίων οι απόγονοι φτιάχνουν τα σημερινά λευκαρίτικα.
Οι γυναίκες κεντούν στο σπίτι και συχνά μαζεύονται σε μικρές ομάδες, σε εισόδους σπιτιών ή αυλές, σκυφτές πάνω από τη λεπτή δουλειά τους. Χρειάζεται πολλή υπομονή και η δεξιοτεχνία αφού ένα μόνο κέντημα μπορεί να πάρει μήνες να τελειώσει.
Τα περισσότερα σχέδια έχουν ονόματα που περιγράφουν αντικείμενα της καθημερινότητας. Για σχέδια με ανεβατό υπάρχουν ονόματα όπως «φαναρούθκια», «σταυρούθκια», «πρότσες», «καράολοι» και «μαργαρίτες» και για τα κοπτά σχέδια ονόματα όπως «καλαθουρούϊ», «αμματωτό» και «ψυλλούδι».
«Ο ποταμός» αποτελεί σημαντικό στοιχείο του λευκαρίτικου κεντήματος. Είναι κοπτό σχέδιο με σχήμα ζιγκ-ζαγκ, παράλληλα με τις εξωτερικές άκρες του υφάσματος. Οι καμάρες του περικλείουν τριγωνικές περιοχές που γεμίζονται με διάφορα σχέδια.
Επίσης χαρακτηριστικό του λευκαρίτικου κεντήματος είναι τα σχέδια που γίνονται στα τελειώματα του υφάσματος. Αυτά είναι η «τσίμπη», το «κλόσι» και το «τσιμπόκλοσο». Ένα σχέδιο που δεν κατασκευάζεται πλέον είναι η «τσίμπη με τα κοκκάλια», παρόμοια με τεχνική με μασούρια που χρησιμοποιείτο στην Ευρώπη.
Το λευκαρίτικο χρησιμοποιείται κυρίως για τραπεζομάντηλα, πετσέτες, δισκόρουχα και κουρτίνες. Στο παρελθόν διακοσμούσε διάφορα μέρη των κρεβατιών με ουρανό όπως «τορναρέττους», σεντόνια, μαξιλαροθήκες, σκεπάσματα και κουνουπιέρες.
Όλα αυτά αποτελούσαν μέρος της προίκας των κοριτσιών η οποία ήταν αναγκαία για τη μελλοντική ζωή της. Ήταν ένας τρόπος καλλιτεχνικής έκφρασης για τις νεαρές κοπέλες που αποδείκνυε το ταλέντο και τη δεξιοτεχνία τους. Επιπλέον, ήταν μια πρόκληση η οποία συχνά είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία αριστουργημάτων τέχνης και δεξιοτεχνίας.