ΞΥΛΟΓΛΥΠΤΙΚΗ

Οι τεχνίτες σε διάφορες περιόδους χρησιμοποιούσαν το ξύλο ως μέσο έκφρασης της άποψης τους για τον κόσμο γύρω τους, αντλώντας την έμπνευση τους από το φυτικό και ζωικό βασίλειο. Η αφαίρεση και ο συμβολισμός δημιούργησαν διακοσμητικά σχέδια που μαζί με τα γεωμετρικά μοτίβα και σχήματα είχαν ως αποτέλεσμα εκπληκτικές συνθέσεις.
Τα βασικά σύμβολα στην κυπριακή ξυλογλυπτική είναι τα πουλιά (τα οποία συμβολίζουν την αγάπη), οι λύκοι και τα λιοντάρια (που συμβολίζουν τη δύναμη), ο σταυρός (που συμβολίζει τον κύκλο της ζωής) και οι άγγελοι (που συμβολίζουν τους φύλακες και τους προστάτες).
Η ξυλογλυπτική στην Κύπρο χωρίζεται σε δυο κατηγορίες, την εκκλησιαστική και την κοσμική. Η εκκλησιαστική ξυλογλυπτική άνθισε στις αρχές του 16ου αιώνα όταν το ψηλό ξυλόγλυπτο εικονοστάσιο καθιερώθηκε στην Εκκλησία της Κύπρου. Παραδείγματα δυναμικής έκφρασης στο ξύλο μπορούμε να δούμε σκαλισμένα σε εικονοστάσια, δεσποτικούς θρόνους, άμβωνες, μανουάλια, στασίδια, πόρτες.
Η κοσμική ξυλογλυπτική επίσης χωρίζεται σε δυο κατηγορίες, την αστική και την αγροτική. Η αστική περιλαμβάνει όλα τα είδη ξύλινων επίπλων όπως ερμάρια, τραπέζια και καρέκλες που χρησιμοποιούνταν από τους ανθρώπους στις πόλεις.
Τα κύρια χαρακτηριστικά της αγροτικής ξυλογλυπτικής είναι ο πηγαίος τρόπος έκφρασης, η έλλειψη αναλογιών και η απλότητα. Παραδείγματα αυτού του είδους ξυλογλυπτικής είναι τα σεντούκια, τα κρεβάτια, οι καρέκλες, οι σουβάντζες, τα ερμάρια, οι καθρέφτες κ.τ.λ.
Η ποιότητα των πρώτων υλών, ο βαθμός διακόσμησης και τα μοτίβα ήταν ανάλογα με την κοινωνική τάξη και την καταγωγή του ιδιοκτήτη. Τα βασικά είδη ξυλείας που χρησιμοποιούνταν ήταν πεύκος, καρυδιά και κυπαρίσσι. Το ξύλο χρησιμοποιείτο επίσης για την κατασκευή γεωργικών και οικιακών εργαλείων και εξοπλισμού όπως αλέτρια, γουδοχέρια και γουδιά, γουπποσάνιδα (πινακωτές), σκάφες ζυμώματος, στρατούρια, αργαλειοί και «θερνάτζια» (εργαλείο αλωνίσματος).
ΞυλογλυπτικήΞυλογλυπτική

ΚΑΛΑΘΟΠΛΕΚΤΙΚΗ

Η κατασκευή καλαθιών είναι μία από τις παλαιότερες χειροτεχνίες και συνεχίζεται επί γενεές χωρίς ιδιαίτερες αλλαγές.
Οι φυσικοί πόροι της Κύπρου πάντα παρέχουν άφθονες κατάλληλες πρώτες ύλες. Πολύ λίγα εργαλεία χρειάζονται και χρησιμοποιούνται από τους τεχνίτες για να φτιάξουν τη μεγάλη ποικιλία από καλάθια σε διάφορα σχήματα και μεγέθη, κατάλληλα για πολλές χρήσεις.
Η ποικιλία των υλικών που χρησιμοποιούνται δίνουν ένα φυσικό χρώμα στα καλάθια, τα οποία ποικίλλουν ανάλογα με τη διάθεση του κατασκευαστή. Σε μερικές περιπτώσεις οι πρώτες ύλες βάφονται με έντονα χρώματα. Παλαιότερα τα χρώματα ήταν φυσικά, ενώ σήμερα χρησιμοποιούνται χημικά χρώματα.
Η ανάγκη για συλλογή και μεταφορά προϊόντων όπως πατάτες, σταφύλια, ελιές, φρούτα κτλ οδήγησαν στην κατασκευή αντικειμένων για το σκοπό αυτό. Πλεγμένες λωρίδες από καλάμια ή φύλλα από φοινικιές χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή μαλακών καλαθιών για τη μεταφορά προϊόντων καθώς και για οικιακούς σκοπούς. Τα ίδια υλικά χρησιμοποιούνταν επίσης και για να σκεπάζουν τις οροφές των υποστέγων τους..
Από όλα τα υλικά το πιο εύκολο στην ανεύρεσή του είναι το σκληρό καλάμι. Είναι επίσης το πιο εύκολο να χρησιμοποιηθεί γιατί όταν μουλιάσει στο νερό γίνεται αρκετά εύκαμπτο. Επιπλέον, υπάρχει σε διάφορα μεγέθη και μήκη.
Διαφορετικά είδη καλαθιών από σκληρά καλάμια ανευρίσκονται σε χωριά όπως το Λιοπέτρι, οι Τρούλλοι, η Μεσόγη και άλλα. Αυτά τα καλάθια χρησιμοποιούνται κυρίως για τη μεταφορά πατατών και άλλων καλλιεργούμενων προϊόντων.
Σε μερικές περιπτώσεις, μαζί με τα σκληρά καλάμια χρησιμοποιούνται λεπτά εύκαμπτα κλαδιά από δέντρα ή θάμνους, όπως η τριμιθιά, η αγνιά καθώς και η αγριελιά. Σε μερικά χωριά φτιάχνουν διαφορετικά σχήματα καλαθιών με τη χρήση μόνο κλαδιών. Επίσης χρησιμοποιούν κλαδιά για να επενδύσουν μεγάλα γυάλινα δοχεία, προστατεύοντάς τα έτσι από σπάσιμο και το περιεχόμενό τους από το φως. Τα μεγάλα καλάθια χρησιμοποιούνται κυρίως για τη μεταφορά σταφυλιών, ενώ τα γυάλινα δοχεία χρησιμοποιούνται για αποθήκευση ελαιόλαδου, κρασιού και ζιβανίας, ενός τοπικού οινοπνευματώδους ποτού.
ΚαλαθοπλεκτικήΚαλαθοπλεκτική
Εκτός από τα καλάμια, πρώτες ύλες που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα είναι και τα διαφορετικά είδη ψαθιού όπως «βρούλλοι», «σαμμάτζι», «βελονιές», «φλούδι», «σκλινίτζια» και «τόνος» για μεταφορά ευαίσθητων προϊόντων. Μεγάλα καλάθια, οι «φάρτοι» χρησιμοποιούνταν κυρίως για τη μεταφορά ελαφριών προϊόντων και τα «ζεμπίλια» για τις ελιές. Τα διπλά καλάθια, οι «συρίζες», τοποθετούνταν στα γαϊδούρια και χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά αλατιού από τις λίμνες, και το «ζεμπίλι» με μακρύ λουρί που κρεμιόταν στον αριστερό ώμο του γεωργού, χρησιμοποιείτο για να σπείρουν τους σπόρους στα χωράφια. Οι εργάτες έπαιρναν μαζί τους ελιές και τυρί για γεύμα σε μικρά κλειστά καλάθια τα οποία ονομάζονταν «κοροκολιοί». Το ψωμί φυλαγόταν στην «ταπατζιά» (μαλακό καλάθι με σκοινί) το οποίο κρεμόταν από το ταβάνι στην κουζίνα. Τα «ταλάρια» (είδος μαλακού καλαθιού), τα οποία χρησιμοποιούνται ευρέως ακόμα και σήμερα, χρησιμεύουν για το στράγγισμα των τυριών.
Φύλλα φοινικιάς, σκοινί από καλάμια και άχυρα χρησιμοποιούνταν επίσης για την κατασκευή διαφόρων αντικειμένων. Η τεχνική που για τη χρήση αυτών των υλικών αναπτύχθηκε στις περιοχές της χερσονήσου της Καρπασίας και στη Μεσαορία (τώρα υπό κατοχή) και εξαπλώθηκε στα πιο πολλά χωριά μέχρι και την Πάφο, όπου ακόμα και σήμερα κάνουν τους χρωματιστούς τσέστους (μεγάλα, στρογγυλά επίπεδα καλάθια) χρησιμοποιώντας κομμάτια από υφάσματα με λαμπερά χρώματα αντί των χρωματιστών αχύρων. Οι τσέστοι χρησιμοποιούνταν πάντα στα σπίτια για να στεγνώνουν στον ήλιο παραδοσιακά τρόφιμα όπως ο φιδές και ο τραχανάς, για να διατηρούν το ψωμί και τις φλαούνες και, το πιο σημαντικό, για να κουβαλούν τα κουλούρια τα οποία χρησίμευαν ως πρόσκληση στους γάμους και για να επιδεικνύουν τα προικιά της νύφης κατά τους εορτασμούς του γάμου. Οι τσέστοι όπως και αντικείμενα φτιαγμένα από ποκαλάμες χρησιμοποιούνταν για τη διακόσμηση του σπιτιού.

ΑΓΓΕΙΟΠΛΑΣΤΙΚΗ

Η αγγειοπλαστική στην Κύπρο είναι μια παλιά τέχνη η οποία χρονολογείται από τη Νεολιθική εποχή.
Η φήμη των αγγείων και των πιθαριών (γιγαντιαία πήλινα σκεύη που χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν για την αποθήκευση και τη μεταφορά κρασιού, ξυδιού, λαδιού ή νερού) του νησιού έφθασε στην Ευρώπη ήδη από το 1394.
Μέχρι και την τουρκική εισβολή του 1974, η καρδιά της αγγειοπλαστικής του νησιού ήταν τα χωριά Φοινί, Κόρνος, Λάπηθος, Άγιος Δημήτριος και Καμινάρια και η περιοχή της Αμμοχώστου. Σήμερα, ωστόσο, η αγγειοπλαστική περιορίζεται κυρίως στον Κόρνο και στο Φοινί.
Τα χώματα στην περιοχή του Φοινιού σκάβονταν για αιώνες από τους χωρικούς, οι οποίοι κατασκεύαζαν πιθάρια επιτόπου πριν να τα μεταφέρουν σε άλλες περιοχές. Το Φοινί είναι επίσης φημισμένο για τα περίπλοκα γλυπτά μικρά πήλινα αγγεία, με τη χαρακτηριστική κόκκινη απόχρωση. Φτιάχνονται με το χέρι, κυρίως από γυναίκες, χωρίς τη βοήθεια τροχού και χρησιμοποιούνται κυρίως για διακόσμηση.
Το χωριό Κόρνος κατάφερε να διατηρήσει την παράδοση της αγγειοπλαστικής, για την οποία είναι γνωστό. Το σχήμα, το μέγεθος και το είδος των αγγείων είναι ανάλογα με τη χρήση που θα έχει. Εκτός από τα πιθάρια υπάρχουν οι κούζες (σκεύη νερού μέτριου μεγέθους), τα σάτζια (μεγάλα, ανοικτά σκεύη για τηγάνισμα) και άλλα. Σήμερα η αγγειοπλαστική διατηρείται ως οικοτεχνία.
Τα χαρακτηριστικά της παραδοσιακής αγγειοπλαστικής της Λαπήθου (στην κατεχόμενη περιοχή Κερύνειας) είναι το επίχρισμα γνωστό ως «πατανάς», η πιτσιλωτή ή εγχάρακτη διακόσμηση και το άχρωμο υάλωμα. Οι πρόσφυγες αγγειοπλάστες από την Κερύνεια ξανάστησαν τα εργαστήρια τους στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου όπου συνεχίζουν την παράδοση.
Η παραδοσιακή αγγειοπλαστική της Αμμοχώστου περιλαμβάνει κυρίως αγγεία από ανοικτόχρωμο πηλό, ψημένα σε καμίνια με ξύλα, που χρησιμοποιούνταν ως διακοσμητικά, «βάττες», «κούζες», «ποτίστρες» ή «κουμπαράδες». Επίσης εξάγονταν σε γειτονικές χώρες. Ιδιαίτερου ενδιαφέροντος είναι τα ανθρωπόμορφα αγγεία της περιοχής αυτής, τα οποία ανάγονται στην αρχαιότητα.
Προετοιμασία πυλού για την κατασκευή παραδοσιακών αγγείων στο Φοινί. Προετοιμασία πυλού για την κατασκευή παραδοσιακών αγγείων στο Φοινί.

ΤΑ ΦΥΤΙΩΤΙΚΑ ΥΦΑΝΤΑ

Οι καταβολές του φυτιώτικου υφαντού έχουν χαθεί. Εξελίχθηκε στο πέρασμα του χρόνου, έχοντας υποστεί τις αλλαγές που επέφερε η ιστορία του νησιού. Γεωμετρικά σχήματα, παρόμοια με τα μοτίβα που χρησιμοποιούνταν στα φυτιώτικα υφαντά, χρησιμοποιούνταν από αρχαίων χρόνων, όπως μπορεί να διαπιστωθεί από την κεραμική της Γεωμετρικής εποχής.
Η υφαντική αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου και των δυναστειών των Ενετών και των Λουζινιανών. Εκείνη την εποχή, τα πολύτιμα μεταξωτά και μάλλινα υφάσματα της Κύπρου ήταν περιζήτητα για την υψηλή ποιότητά τους και εξάγονταν σε μεγάλες ποσότητες στην Ευρώπη.
Το φυτιώτικο είναι το πιο σημαντικό είδος κυπριακών υφαντών. Τα κύρια χαρακτηριστικά του είναι τα πολύχρωμα γεωμετρικά σχέδια ή πλουμιά, όπως ονομάζονται από τις υφάντριες, που γίνονται σε βαμβακερό ύφασμα σε φυσικό χρώμα.
Τα πλουμιά έχουν κυρίως έντονα χρώματα: μπλε, κόκκινο, πράσινο, πορτοκαλί και κίτρινο. Γίνονται κατά την ύφανση με τη χρήση χοντρών χρωματιστών κλωστών ή «φυτιλιών» τα οποία τοποθετούνται από την υφάντρια ανάμεσα στα νήματα του στημονιού.
Υφαντά ΦύτηςΥφαντά Φύτης
Η φυτιώτικη ύφανση χρησιμοποιείτο κυρίως για την κατασκευή ορθογώνιων πετσετών, κλινοσκεπασμάτων και τραπεζομάντηλων. Το επικρατέστερο σχήμα στο σχέδιο ήταν ο ρόμβος, ο οποίος τοποθετείτο παράλληλα των στενών πλευρών του υφάσματος. Τα σχέδια συνήθως είναι παρμένα από αντικείμενα της καθημερινής ζωής, όπως τα σχέδια «μαυρομματί», «παπούτσι του δασκάλου» και «καρτεθκιά». Αυτά τα πλατιά σχέδια χωρίζονται μεταξύ τους με παράλληλες σειρές από στενά σχέδια όπως «καμαρούα» και «ψαροκόκκαλο». Προς το κέντρο των υφαντών σχηματίζονται γραμμικά, ξεχωριστά σχέδια όπως «φοινιτζιές» και «κορούες». Στο κέντρο, ένας συμβολικός, πλούσια διακοσμημένος σταυρός συχνά καλύπτει όλη την κεντρική περιοχή του υφάσματος. Οι άκρες των υφαντών κοσμούνται με πολύχρωμα «φλοκκούθκια» ή με πρόσθετες δανδέλες φτιαγμένες με βελονάκι.
Το φυτιώτικο υφαντό κατασκευαζόταν κυρίως στο χωριό Φύτη, εξ ου και η ονομασία, και γειτονικά χωριά, καθώς και σε άλλες περιοχές της επαρχίας Πάφου. Χρησιμοποιείτο επίσης και στη χερσόνησο της Καρπασίας, όπου τοποθετείτο κατά μήκος της κάτω πλευράς του «βρατζιού» των γυναικών, χαρακτηριστικό της τοπικής παραδοσιακής φορεσιάς. Αυτά τα σχέδια, που ήταν πολύ πυκνά, λέγονταν «πεφκωτά» (σαν χαλί).
Σήμερα το φυτιώτικο υφαντό κατασκευάζεται σε μικρή κλίμακα στην επαρχία Πάφου, κυρίως στο χωριό προέλευσης του. Επίσης κατασκευάζεται από αριθμό γυναικών που έχουν εκπαιδευτεί από την Υπηρεσία Κυπριακής Χειροτεχνίας.

ΤΟ ΛΕΥΚΑΡΙΤΙΚΟ ΚΕΝΤΗΜΑ

Το λευκαρίτικο κέντημα, ίσως το πιο γνωστό κυπριακό παραδοσιακό κέντημα, έχει παγκόσμια φήμη. Έχει εξελιχθεί μέσω των αιώνων, έχοντας υποστεί αλλαγές λόγω της ιστορίας του νησιού. Μελετώντας την τεχνική, τα μοτίβα, τα τοπικά ονόματα, τις πρώτες ύλες και τα σχέδια, μπορεί κάποιος να βρει ίχνη του παρελθόντος τα οποία του επιτρέπουν να ανακαλύψει την ιστορία και την ταυτότητα του νησιού.
Το λευκαρίτικο κέντημα πήρε την ονομασία του από το χωριό Λεύκαρα, όπου γίνονται τα πιο δύσκολα και περίπλοκα σχέδια. Το λευκαρίτικο κέντημα κατασκευάζεται επίσης στα χωριά Κάτω Δρυς, Ορά, Σκαρίνου, Αθηαίνου και Κόρνος. Τα λευκαρίτικα, όπως είναι γνωστά, προήλθαν από τα ντόπια λευκά κεντήματα, τα «ασπροπλούμια», τα οποία οι γυναίκες σ' ολόκληρη την Κύπρο κεντούσαν ως μέρος της προίκας τους. Το κατάλευκο κέντημα αποτελείτο από γεωμετρικά σχέδια σε ανεβατό συνδυασμένο με κοπτό. Έπειτα, την μεσαιωνική εποχή, τα Λεύκαρα έγιναν το αγαπημένο καλοκαιρινό θέρετρο για τις βενετσιάνικες οικογένειες. Οι Βενετσιάνες κυρίες έπαιρναν τα δικά τους κεντήματα εκεί για να περάσουν τις μακριές, ζεστές ώρες του καλοκαιριού και τα σχέδια τους επηρέασαν εκείνα των ντόπιων γυναίκων, των οποίων οι απόγονοι φτιάχνουν τα σημερινά λευκαρίτικα.
Οι γυναίκες κεντούν στο σπίτι και συχνά μαζεύονται σε μικρές ομάδες, σε εισόδους σπιτιών ή αυλές, σκυφτές πάνω από τη λεπτή δουλειά τους. Χρειάζεται πολλή υπομονή και η δεξιοτεχνία αφού ένα μόνο κέντημα μπορεί να πάρει μήνες να τελειώσει.
Αρχικά, το κέντημα γινόταν πάνω σε χειροποίητο βαμβακερό ύφασμα με βαμβακερή κλωστή. Αυτό αντικαταστάθηκε αργότερα από λινό. Η ντόπια παραγωγή μεταξιού επέτρεπε επίσης την εισαγωγή υλικού από μετάξι στο σχέδιο.
Σήμερα, το λευκαρίτικο κέντημα κατασκευάζεται σε λινό ύφασμα που εισάγεται από διάφορες χώρες με μερσεριζέ βαμβακερά νήματα σε λευκό και φυσικό χρώμα μπέζ. Το εύρος των βελονιών και των μοτίβων του λευκαρίτικου κεντήματος είναι μεγάλο. Κάποια χρονολογούνται από την εποχή της Ενετοκρατίας, άλλα από την προ-ενετική εποχή και άλλα λέγεται ότι πάρθηκαν από τα σχέδια στο σπήλαιο του Αγίου Νεοφύτου, του Κύπριου ερημίτη του 12ου αιώνα.
Το λευκαρίτικο κέντημα κατασκευάζεται μετρώντας τις κλωστές του υφάσματος. Αυτός είναι και ο λόγος που τα περισσότερα σχήματα είναι αυστηρά γεωμετρικά. Το κέντημα αποτελείται από: (1) τα σχέδια που είναι κεντημένα πάνω στο ύφασμα με ανεβατό και (2) τα κοπτά σχέδια τα οποίο γίνονται μετά το κόψιμο και το τράβηγμα συγκεκριμένων κλωστών του υφάσματος.
Τέσσερις γενεές γυναικών από το χωριό Λεύκαρα κατασκευάζουν λευκαρίτικο κέντημα, μια οικογενειακή παράδοσηΤέσσερις γενεές γυναικών από το χωριό Λεύκαρα κατασκευάζουν λευκαρίτικο κέντημα, μια οικογενειακή παράδοση
Τα περισσότερα σχέδια έχουν ονόματα που περιγράφουν αντικείμενα της καθημερινότητας. Για σχέδια με ανεβατό υπάρχουν ονόματα όπως «φαναρούθκια», «σταυρούθκια», «πρότσες», «καράολοι» και «μαργαρίτες» και για τα κοπτά σχέδια ονόματα όπως «καλαθουρούϊ», «αμματωτό» και «ψυλλούδι».
«Ο ποταμός» αποτελεί σημαντικό στοιχείο του λευκαρίτικου κεντήματος. Είναι κοπτό σχέδιο με σχήμα ζιγκ-ζαγκ, παράλληλα με τις εξωτερικές άκρες του υφάσματος. Οι καμάρες του περικλείουν τριγωνικές περιοχές που γεμίζονται με διάφορα σχέδια.
Επίσης χαρακτηριστικό του λευκαρίτικου κεντήματος είναι τα σχέδια που γίνονται στα τελειώματα του υφάσματος. Αυτά είναι η «τσίμπη», το «κλόσι» και το «τσιμπόκλοσο». Ένα σχέδιο που δεν κατασκευάζεται πλέον είναι η «τσίμπη με τα κοκκάλια», παρόμοια με τεχνική με μασούρια που χρησιμοποιείτο στην Ευρώπη.
Το λευκαρίτικο χρησιμοποιείται κυρίως για τραπεζομάντηλα, πετσέτες, δισκόρουχα και κουρτίνες. Στο παρελθόν διακοσμούσε διάφορα μέρη των κρεβατιών με ουρανό όπως «τορναρέττους», σεντόνια, μαξιλαροθήκες, σκεπάσματα και κουνουπιέρες.
Όλα αυτά αποτελούσαν μέρος της προίκας των κοριτσιών η οποία ήταν αναγκαία για τη μελλοντική ζωή της. Ήταν ένας τρόπος καλλιτεχνικής έκφρασης για τις νεαρές κοπέλες που αποδείκνυε το ταλέντο και τη δεξιοτεχνία τους. Επιπλέον, ήταν μια πρόκληση η οποία συχνά είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία αριστουργημάτων τέχνης και δεξιοτεχνίας.

ΜΟΥΣΕΙΟ ΛΑΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

Το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου ιδρύθηκε από την Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών το 1937 και στεγάζεται στους χώρους του Παλαιού Αρχιεπισκοπικού Μεγάρου. Βρίσκεται στην πλατεία του Εθνομάρτυρα Κυπριανού, δίπλα από τον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Ιωάννη και ακριβώς απέναντι από την είσοδο του ιστορικού Παγκυπρίου Γυμνασίου. Ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, ο οποίος απαγχονίστηκε το 1821 από τους Τούρκους συνελήφθηκε και μεταφέρθηκε στο χώρο του μαρτυρίου του από αυτό εδώ το κτήριο. Στον όροφο του κτηρίου υπάρχει το δωμάτιο που χρησιμοποιούσε και που είναι γνωστό με το όνομά του.
Το κτήριο του Μουσείου είναι κτίσμα του 15ου αιώνα, γοτθικό με μεταγενέστερες προσθήκες. Η πλούσια διακοσμημένη γοτθική καμάρα με την αξιόλογη τοιχογραφία του Ευαγγελισμού (16ος αι.), ιταλοβυζαντινής τέχνης, φέρει τμήμα ελληνικής επιγραφής και αποκαλύφθηκε το 1950. Στις αρχές του 13ου αιώνα η περιοχή ήταν Φράγκικη (Λατινική) και το τμήμα του παλαιού κτηρίου χρησιμοποιούταν ως μοναστήρι από το τάγμα των Βενεδικτίνων. Εξάλλου το τάγμα των Ιωαννιτών είχε ναό στο όνομα του αγίου του τάγματος. Ο Ούγος ο Α' και ίσως και άλλοι φράγκοι βασιλείς τάφησαν στην περιοχή. Το κτήριο περιήλθε στην κυριότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας προ της Τουρκικής κατάκτησης της Κύπρου (1570/1).
Η δύσκολη περίοδο της Τουρκοκρατίας απαιτούσε και έξυπνους τρόπους διαφυγής γι' αυτό και εκμεταλλεύτηκαν τις μυστικές εξόδους του παλαιού μοναστηριού που εκτείνονται με υπόγειες σήραγγες κάτω από το κτήριο της παλαιάς Αρχιεπισκοπής προς το αρχοντικό του Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου και το Παγκύπριο Γυμνάσιο. Κάτω από το Παγκύπριο Γυμνάσιο βρίσκεται η λεγόμενη «κρύπτη των Φιλικών», από όπου συνεχίζουν οι σήραγγες προς τις κρυφές εξόδους των τειχών της Πύλης Αμμοχώστου.
Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Λευκωσίας



Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Λευκωσίας
Το 1950 έγιναν, από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Κύπρου, Μακάριο Γ, τα εγκαίνια του πρώτου μικρού μουσείου, που σταδιακά εμπλουτίστηκε και επεκτάθηκε στο ισόγειο της παλιάς Αρχιεπισκοπής. Κατά τη διάρκεια των γεγονότων του 1955-1959 το Μουσείο αναγκάστηκε, σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις, να κλείσει. Επίσης, το καλοκαίρι του 1974 όταν έγινε η Τουρκική εισβολή, η συλλογή μεταφέρθηκε σε ασφαλισμένες περιοχές και το Μουσείο έμεινε κλειστό για ένα χρόνο περίπου. Παρόλα αυτά οι περιπέτειες δεν είχαν τελειώσει. Τα αντικείμενα χρειάζονταν άμεση συντήρηση, η στέγη του κτιρίου ήταν έτοιμη να καταρρεύσει και η υγρασία προκαλούσε ανεπανόρθωτη ζημιά στα εκθέματα. Το 1990 η Α. Μ. ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος Α΄ γενναιόδωρα προσφέρθηκε να καλύψει τα έξοδα και έτσι ακολούθησαν εκτεταμένες αναστηλωτικές εργασίες, οι οποίες ολοκληρώθηκαν τον Απρίλιο του 1996, όταν οι καινούργιες εκθέσεις στο ισόγειο άνοιξαν για το κοινό. Το 1990 έγιναν εκτεταμένες αναστηλωτικές εργασίες, οι οποίες ολοκληρώθηκαν τον Απρίλιο του 1996, όταν οι καινούργιες εκθέσεις στο ισόγειο άνοιξαν για το κοινό.
Πολλά από τα αντικείμενα του Μουσείου αποκτήθηκαν από δωρεές, άλλα αγοράστηκαν κατευθείαν από τους χωρικούς είτε από ιδιωτικές συλλογές. Τα περισσότερα αντικείμενα προέρχονται από τις κατεχόμενες μας περιοχές. Στις συλλογές του Μουσείου υπάρχουν έργα υφαντικής, αγγειοπλαστικής, κεντητικής, μεταλλοτεχνίας, ξυλογλυπτικής, καλαθοπλεκτικής, δερματοτεχνίας, λαϊκής ζωγραφικής, φορεσιές, δαντέλες, γεωργικά εργαλεία, εργαλεία υφαντικής κ.ά.
Αξιοπρόσεκτη είναι επίσης η θύρα του Αγίου Μάμαντος (19ος), από την οποία εμπνεύστηκε για το ποίημα του «Λεπτομέρειες στην Κύπρο» ο Γιώργος Σεφέρης, φίλος του ζωγράφου και πρώτου Διευθυντή του Μουσείου, Αδαμάντιου Διαμαντή. Στο Μουσείο εκτίθενται επίσης τοιχογραφίες από ένα καφενείο στο Γέρι, οι οποίες απεικονίζουν τον Αθανάσιο Διάκο και τον Παναγιώτη Κουταλιανό. Παρόμοιες τοιχογραφίες επιβιώνουν ακόμη σ' ένα καφενείο στην Κρήτου Τέρρα στην Πάφο. Σημαντικοί πίνακες ζωγραφικής είναι αυτοί του Μ. Κάσσιαλου, «Ο γάμος» , του Ι. Κισσονέργη. 'Καρπασίτισσα' και του Α. Στυλιανού «Η Λάπηθος».
Το Μουσείο έχει μια μεγάλη συλλογή αργυροχρυσοχοϊας από δωρεές, όπως είναι αυτή του κατεχόμενου μοναστηριού του Αποστόλου Ανδρέα και της περίφημης συλλογής της Μαρίας Ελευθερίου- Γκαφιέρο. Επιπλέον, το 2011 το Μουσείο Αργυροχρυσοχοΐας έκλεισε και η συλλογή του φιλοξενείται στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Κύπρου. Σήμερα το Μουσείο αριθμεί πάνω από 5000 αντικείμενα.
Το Μουσείο προσφέρει την ευκαιρία σε όσους ενδιαφέρονται να εργαστούν εθελοντικά σε διάφορους τομείς. Για τον σκοπό αυτό έχει δημιουργηθεί και ο Σύνδεσμος «Φίλοι του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Κύπρου» .
Το κατάστημα του Μουσείου διαθέτει αντιπροσωπευτικά έργα παραδοσιακών τεχνιτών, όπως επίσης και σύγχρονα έργα εμπνευσμένα από την παράδοσή μας. Μπορείτε να μας στηρίξετε αγοράζοντας τα δώρα σας (βιβλία, dvd, καρτ ποστάλ, σελιδοδείκτες, φιγούρες, υφαντά, κοσμήματα).
Διεύθυνση Πλατεία Αρχ. Κυπριανού
Τηλέφωνο 22432578, fax 22 343439
Ώρες λειτουργίας Τρίτη έως Παρασκευή 9.00-16.00, Σάββατο 9.00-13.00
Τιμή εισιτηρίου: Ενήλικες 2 ευρώ, Παιδιά 1 ευρώ, Ξεναγήσεις προσφέρονται έναντι μικρού αντιτίμου, Είσοδος για δημόσια σχολεία δωρεάν

ΤΟΠΙΚΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΦΙΚΑΡΔΟΥ

Το Τοπικό Αγροτικό Μουσείο Φικάρδου στεγάζεται στην Οικία Κατσινιόρου, στο χωριό Φικάρδου, το οποίο βρίσκεται 40 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Λευκωσίας, στο ανατολικό τμήμα της οροσειράς του Τροόδους. Το χωριό, το οποίο είχε σχεδόν ολοκληρωτικά εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους του, αναστηλώθηκε από το Τμήμα Αρχαιοτήτων και κηρύχθηκε ολόκληρο σε Αρχαίο Μνημείο Δευτέρου Πίνακα. Από το 1984 το χωριό έχει ενταχθεί σε ένα πρόγραμμα αναβίωσης και ένταξής του στην τουριστική ανάπτυξη.
Η Οικία Κατσινιόρου, το όνομα της οποίας προέρχεται από τον τελευταίο ιδιοκτήτη, είναι ένα διώροφο αγροτικό αρχοντικό με ξύλινη αμφικλινή στέγη και πολλά αρχιτεκτονικά στοιχεία της βενετοκρατίας. Ο όροφος αποτελούσε τον χώρο διαβίωσης, ενώ στο ισόγειο γίνονταν οι διάφορες εργασίες, αποθηκεύονταν τα προϊόντα και υπήρχαν οι στάβλοι για τα ζώα της οικογένειας. Η οικία επιπλώθηκε σύμφωνα με τα δεδομένα της εποχής της, έτσι ώστε να αντανακλά την εικόνα της καθημερινής ζωής σε μια αγροτική οικία. Τα εργαλεία και τα σκεύη που συγκεντρώθηκαν στο ισόγειο δίνουν μια εικόνα της αγροτικής ζωής και των καθημερινών ασχολιών των κατοίκων του χωριού. Το υλικό αυτό ενισχύεται με φωτογραφίες, σχέδια και κείμενα που εκτίθενται στον όροφο.
Η Οικία Κατσινιόρου, καθώς και η λεγόμενη Οικία Αχιλλέα Δημήτρη, η οποία έχει διαμορφωθεί σε εργαστήρι υφαντικής και ξενώνας μελετητών, έχουν τιμηθεί με το βραβείο Europa Nostra.
Διεύθυνση Φικάρδου
Τηλέφωνο 22634731
Ώρες λειτουργίας Χειμερινό ωράριο (1 Νοεμβρ. - 31 Μαρτίου)
Καθημερινά: 08.00 - 16.00
Εαρινό ωράριο (1 Απρ. - 31 Μαϊου)
Καθημερινά: 09.00 - 17.00
Καλοκαιρινό ωράριο (1 Ιουν.- 31 Αυγ.)
Καθημερινά: 09.00 - 17.00
Τοπικό Αγροτικό Μουσείο ΦικάρδουΤοπικό Αγροτικό Μουσείο Φικάρδου
Φθινοπωρινό ωράριο (1 Σεπτ - 31 Οκτ)
Καθημερινά: 09.00 - 17.00
Τιμή εισιτηρίου € 1,70
Προσβασιμότητα Μερική πρόσβαση σε άτομα που διακινούνται με αναπηρικό τροχοκάθισμα.

ΤΟΠΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΠΑΛΑΙΠΑΦΟΥ (ΚΟΥΚΛΙΑ)

Το Μουσείο στεγάζεται στην ανατολική πτέρυγα της μεσαιωνικής έπαυλης των Λουζινιανών, η οποία βρίσκεται μέσα στον αρχαιολογικό χώρο των Κουκλίων. Τα ευρήματα εκτιθενται σε δύο αίθουσες της έπαυλης, μέσα από τις οποίες παρουσιάζονται αντικείμενα που βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές του Ιερού της Αφροδίτης και της γύρω περιοχής, καθώς και τις νεκροπόλεις της ευρύτερης περιοχής.
Στην πρώτη αίθουσα, στο δάπεδο της οποίας έχει τοποθετηθεί ένα ρωμαϊκό ψηφιδωτό, εκτίθενται κινητά ευρήματα από το Ιερό της Αφροδίτης. Στην αίθουσα αυτή βρίσκεται ο κωνικός λίθος, που αποτελούσε την ανεικονική παρουσία της τιμώμενης θεάς. Στην αίθουσα αυτή εκτίθενται και άλλα ευρήματα από το Ιερό, που χρονολογούνται από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού μέχρι τους ρωμαϊκούς χρόνους. Αξιόλογος είναι και ο πήλινος λουτήρας που χρονολογείται στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού.
Στις προθήκες της δεύτερης αίθουσας του μουσείου εκτίθενται ευρήματα που προέρχονται από τις πλούσιες νεκροπόλεις της περιοχής. Τα ευρήματα αυτά, τα οποία χρονολογούνται από τη 2η χιλιετία π.Χ. μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους, περιλαμβάνουν λίθινα εργαλεία, μεταλλικά αντικείμενα, δείγματα κεραμεικής, κοσμήματα, πήλινα αγαλμάτια, επιγραφές και γλυπτά. Παρουσιάζονται ακόμη αρχιτεκτονικά μέλη, όπως είναι τα ιωνικά και κορινθιακά κιονόκρανα που βρίσκονται στο κέντρο της αίθουσας.
Το τελευταίο τμήμα της ίδιας αίθουσας είναι αφιερωμένο στα βυζαντινά και μεσαιωνικά ευρήματα του χώρου. Εδώ εκτίθενται εφυαλωμένα αγγεία επιτόπιας παραγωγής αλλά και εισηγμένα, καθώς και χρηστικά αγγεία που χρησιμοποιούνταν για την παραγωγή ζάχαρης και προέρχονται από την παρακείμενη θέση Σταυροί. Στο βάθος της αίθουσας εκτίθενται δύο βενετσιάνικα κανόνια.
Τοπικό Μουσείο Παλαιπάφου, ΚούκλιαΤοπικό Μουσείο Παλαιπάφου, Κούκλια
Διεύθυνση Νοτιοδυτικά πριν από την είσοδο στο χωριό Κούκλια
Τηλέφωνο 26432155
Ώρες λειτουργίας Δευτέρα, Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή: 08.00 - 16.00
Τετάρτη: 08.00 - 17.00
Τιμή εισιτηρίου € 3,40 (στην τιμή συμπεριλαμβάνεται και η είσοδος στον αρχαιολογικό χώρο Παλαιπάφου)
Προσβασιμότητα Μή προσβάσιμος ο χώρος σε άτομα που διακινούνται με αναπηρικό τροχοκάθισμα.

ΤΟΠΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΥ ΙΔΑΛΙΟΥ (ΕΠΙΣΚΟΠΗ)

Το Τοπικό Αρχαιολογικό Μουσείο Κουρίου βρίσκεται στο χωριό Επισκοπή της Επαρχίας Λεμεσού. Αποτελεί τμήμα της οικίας που έκτισε στα 1937 ο George McFadden, ο οποίος ηγήθηκε εκτενών αρχαιολογικών ερευνών στο Κούριο και στην ευρύτερη περιοχή, από το 1934 μέχρι το θάνατό του από πνιγμό το 1953. Μετά το θάνατό του McFadden, το σπίτι μεταβιβάστηκε στο Τμήμα Αρχαιοτήτων. Ένα μέρος του διαμορφώθηκε σε εκθεσιακό χώρο και εγκαινιάστηκε το Δεκέμβριο του 1969.
Το Μουσείο στεγάζει, στις δύο εκθεσιακές αίθουσές του, ευρήματα από την αρχαία πόλη του Κουρίου, το Ιερό του Απόλλωνα Υλάτη καθώς και τους οικισμούς και τις νεκροπόλεις της γύρω περιοχής.
Τα αντικείμενα που εκτίθενται στην πρώτη αίθουσα, δίπλα από το εκδοτήριο εισιτηρίων, αντικατοπτρίζουν τις διάφορες φάσεις της ιστορίας της πόλης του Κουρίου. Τα ευρήματα προέρχονται από την ακρόπολη του Κουρίου, την εκτεταμένη νεκρόπολη του Αγίου Ερμογένη, καθώς και τις παλαιοχριστιανικές βασιλικές της περιοχής. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σκελετοί μιας τριμελούς οικογένειας που έχασαν τη ζωή τους κατά το φοβερό σεισμό του 365 μ.Χ. που κατέστρεψε την πόλη του Κουρίου.
Η δεύτερη αίθουσα περιλαμβάνει ευρήματα από το Ιερό του Απόλλωνα Υλάτη και από διάφορες θέσεις οικισμών και νεκροπόλεων της ευρύτερης περιοχής του Κουρίου.
Διεύθυνση Επισκοπή
Τηλέφωνο 25991049
Τοπικό Μουσείο ΚουρίουΤοπικό Μουσείο Κουρίου
Ώρες λειτουργίας Δευτέρα, Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή: 8.00 - 15.00
Τετάρτη: 8.00 - 17.00
Σάββατο, Κυριακή: Κλειστό
Τιμή εισιτηρίου € 1,70
Προσβασιμότητα Μή προσβάσιμος ο χώρος σε άτομα που διακινούνται με αναπηρικό τροχοκάθισμα.

ΤΟΠΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΥ ΙΔΑΛΙΟΥ

Το Τοπικό Μουσείο Αρχαίου Ιδαλίου ιδρύθηκε το 2007 με σκοπό να προβάλει τα πλούσια ευρήματα της περιοχής του Ιδαλίου και για να λειτουργήσει μεταγενέστερα σαν Κέντρο Επισκεπτών του αρχαιολογικού χώρου, μέσα στον οποίο βρίσκεται.
Ο αρχαιολογικός χώρος του Ιδαλίου είναι ένας από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Κύπρου με πλούσια ευρήματα, μερικά από τα οποία κοσμούν σήμερα τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου. Η αρχαία πόλη ιδρύθηκε, σύμφωνα με την παράδοση από τον Αχαιό ήρωα του Τρωϊκού πολέμου Χαλκάνωρα, απόγονο του Τεύκρου, ιδρυτή της Σαλαμίνας.
Τα πρωϊμότερα ίχνη ανθρώπινης δραστηριότητας ανασκάφηκαν στην τοποθεσία Αγρίδι και χρονολογούνται στην 7η και 5η χιλιετία π.Χ. Από τον 18ο μέχρι τον 11ο αιώνα π.Χ., στη Μέση και Ύστερη Εποχή του Χαλκού, διάφοροι οικισμοί ανέπτυξαν εμπορικές σχέσεις με τις γειτονικές περιοχές της Μεσογείου και από τότε η περιοχή κατοικήθηκε αδιάλειπτα μέχρι σήμερα και εξελίχθηκε σε αστικό κέντρο. Αποκορύφωση της οικονομικής και πολιτιστικής ανάπτυξης ήταν η ίδρυση του Βασιλείου του Ιδαλίου που αναφέρεται για πρώτη φορά στις Ασσυριακές γραπτές πηγές του 7ου αιώνα π.Χ. Το βασίλειο άνθισε μέχρι τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. όταν η πρωτεύουσα του πολιορκήθηκε και κατακτήθηκε από τους Φοίνικες βασιλείς του Κιτίου.
Τα εκθέματα του Μουσείου είναι αντιπροσωπευτικά όλων των χρονολογικών φάσεων της Ιστορίας του Ιδαλίου και προέρχονται από παλιές και πρόσφατες ανασκαφές στην περιοχή της αρχαίας πόλης, σε οικισμούς και νεκροταφεία. Στην πρώτη αίθουσα της έκθεσης υπάρχει πληροφοριακό υλικό για την ιστορία του χώρου και των ανασκαφών, καθώς και φωτογραφικό υλικό με τα αξιολογότερα ευρήματα που βρίσκονται σε ξένα μουσεία. Παρουσιάζονται επίσης με παραστατικό τρόπο τα Πρωτο-Αιολικά επίκρανα που κοσμούσαν ταφικά μνημεία και το ανάκτορο του Ιδαλίου, καθώς και δύο χαρακτηριστικά δείγματα της κοροπλαστικής και της γλυπτικής που άνθισε στο Ιδάλιο και έδωσε έργα απαράμιλλης καλλιτεχνικής αξίας. Στη δεύτερη αίθουσα της έκθεσης παρουσιάζονται επιγραφές που μαρτυρούν την κατάληψη του βασιλείου, μέρος του αρχείου της Φοινικικής διοίκησης της πόλης, επιτύμβια μνημεία, δείγματα κεραμικής και αντικείμενα καθημερινής χρήσης όλων των εποχών με επεξηγηματικά κείμενα για τη σημασία της κάθε περιόδου ξεχωριστά.
Τοπικό Μουσείο Αρχαίου ΙδαλίουΤοπικό Μουσείο Αρχαίου Ιδαλίου
Υπάρχουν επίσης δείγματα εισηγμένης κεραμικής από την Αττική και χαρακτηριστικά έργα της κοροπλαστικής και της γλυπτικής. Σε ειδικό χώρο της αίθουσας σκιαγραφείται με φωτογραφικό υλικό, αποθηκευτικούς πίθους και μικροτεχνήματα η εικόνα της οικονομίας του Ιδαλίου που ήταν η βάση για την ανάπτυξη του πολιτισμού που αποτελεί σήμερα αντικείμενο μελέτης και θαυμασμού παγκοσμίως.
Διεύθυνση Δάλι
Τηλέφωνο 22444818
Ώρες λειτουργίας Δευτέρα, Τρίτη, Πέμπτη , Παρασκευή: 8.00 -15.00
Τετάρτη: 8.00 - 17.00
Σάββατο, Κυριακή: κλειστό
Τιμή εισιτηρίου € 1,70
Προσβασιμότητα
Είσοδος: Κεκλιμένη αναβαθμίδα
Ειδικός χώρος στάθμευσης (με σήμανση)
Ειδικός χώρος υγιεινής (με σήμανση)

ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ (ΟΙΚΙΑ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΑΚΗ ΚΟΡΝΕΣΙΟΥ), ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Το αρχοντικό του Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου αποτελεί το σημαντικότερο δείγμα αστικής αρχιτεκτονικής της περιόδου της τουρκοκρατίας στη Λευκωσία. Είναι κτισμένο κοντά στην Αρχιεπισκοπή, στην ενορία του Αγίου Αντωνίου, όπου κατοικούσε κατά παράδοση η τάξη των ευπόρων Ελλήνων. Ενδιαφέρον αποτελεί το γεγονός ότι ο αρχιτεκτονικός του τύπος παραπέμπει σε αρχοντικό της μεσαιωνικής περιόδου και αυτό δεν θα πρέπει να μας ξαφνιάζει, αν λάβουμε υπόψη την παράδοση ότι κτίστηκε στη θέση παλαιότερου (μεσαιωνικού;) αρχοντικού. Η αποκατάσταση της οικίας τιμήθηκε με το βραβείο Europa Nostra.
Ο Χατζηγεωργάκης Κορνέσιος ήταν δραγουμάνος, δηλαδή διερμηνέας της Πύλης, από το 1779 μέχρι το θάνατό του στα 1809. Το αξίωμα αυτό, που ήταν από τα σημαντικότερα αξιώματα που δίνονταν σε άπιστους από τις οθωμανικές αρχές, του έδωσε την ευκαιρία να συσσωρεύσει μια τεράστια περιουσία και να αποκτήσει μεγάλη δύναμη. Αυτή η δύναμη που απέκτησε υπήρξε τελικά η αιτία θανάτου του. Μετά από συκοφαντία, οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου αποκεφαλίστηκε.
Η οικία είναι διώροφη και κτίστηκε στα 1793. Το μονόγραμμα του ιδιοκτήτη και η ημερομηνία ανέγερσης του κτιρίου φαίνονται σε μαρμάρινη πλάκα εντοιχισμένη στο εσωτερικό της εισόδου. Η Οικία αναπτύσσεται σε σχήμα Π και περικλείει εσωτερική αυλή που περιτρέχεται από στεγασμένες στοές στις τρεις της πλευρές. Στο κέντρο της αυλής υπάρχει μια μνημειακή κρήνη και ένα ιδιωτικό τουρκικό λουτρό (χαμάμ). Στο ισόγειο της Οικίας βρίσκονταν οι χώροι για την υπηρεσία, η κουζίνα, οι στάβλοι και οι διάφοροι αποθηκευτικοί και βοηθητικοί χώροι. Υπάρχουν στοιχεία που μαρτυρούν ότι η αρχική Οικία ήταν μεγαλύτερη από ότι είναι σήμερα.
Μια στεγασμένη ξύλινη σκάλα με πέτρινη βάση οδηγεί σήμερα από την αυλή στην αίθουσα εισόδου του ορόφου, τον ηλιακό. Με την ηλιακό επικοινωνούν τα κυριότερα δωμάτια του σπιτιού, ο επίσημος χώρος υποδοχής και τα υπνοδωμάτια. 
Εθνολογικό Μουσείο (Οικία Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου), ΛευκωσίαΕθνολογικό Μουσείο (Οικία Χατζηγεωργάκη Κορνέσιου), Λευκωσία
Η επίσημη αίθουσα υποδοχής, ο οντάς, βρίσκεται στο άκρο της ανατολικής πτέρυγας και ξεχωρίζει από όλα τα υπόλοιπα δωμάτια με την πλούσια ξυλόγλυπτη, επιχρυσωμένη διακόσμησή της και την ελαιογραφία που παρουσιάζει πιθανόν μια φανταστική πόλη.
Η επίπλωση του αρχοντικού δεν είναι η πρωτότυπη αλλά ανήκει στο τέλος του 19ου αι.-αρχές του 20ου αι., και αποτελεί δωρεά της τελευταίας ιδιοκτήτριας της οικίας. Τα δωμάτια του ορόφου έχουν διαμορφωθεί ως εκθεσιακοί χώροι όπου, με τη βοήθεια ποικίλου εποπτικού υλικού, αλλά και αυθεντικών αντικειμένων της εποχής, ο επισκέπτης μπορεί να πληροφορηθεί για την ιστορία της οικογένειας Χατζηγεωργάκη και για τη διαδικασία αποκατάστασης του αρχοντικού. Εκτίθενται επίσης διάφορα αντικείμενα της βυζαντινής και μεσαιωνικής περιόδου, καθώς και της τουρκοκρατίας.
Διεύθυνση Πατριάρχου Γρηγορίου 20, Λευκωσία
Τηλέφωνο 22305316
Ώρες λειτουργίας Τρίτη, Πέμπτη , Παρασκευή: 8.30 -15.30
Τετάρτη: 8.30 - 17.00
Σάββατο: 9.30 - 15.30
Δευτέρα, Κυριακή: κλειστό
Τιμή εισιτηρίου € 1,70
Προσβασιμότητα Μή προσβάσιμος ο χώρος σε άτομα που διακινούνται με αναπηρικό τροχοκάθισμα.

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΠΑΦΟΥ

Το Επαρχιακό Αρχαιολογικό Μουσείο Πάφου ιδρύθηκε στα 1936. Αρχικά στεγαζόταν στο Ιακώβειο Δημοτικό Σχολείο και αργότερα μεταφέρθηκε στο σύμπλεγμα των μεσαιωνικών λουτρών της πόλης. Στα 1966 η αρχαιολογική συλλογή μετακόμισε στο νέο κτήριο, όπου στεγάζεται μέχρι σήμερα το Μουσείο, στην είσοδο της σημερινής πόλης της Πάφου. Στα 1989 προστέθηκε άλλη μία αίθουσα στη δυτική πτέρυγα του Μουσείου.
Στο Μουσείο εκτίθενται ευρήματα που προέρχονται από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές θέσεις της πόλης και της Επαρχίας Πάφου και καλύπτουν όλη την ιστορία της Κύπρου, από τη νεολιθική εποχή μέχρι και την ενετοκρατία.
Το Μουσείο διαθέτει συνολικά πέντε αίθουσες και ένα στέγαστρο στο προαύλιο, όπου βρίσκονται διάφορα ογκώδη λίθινα ευρήματα.
Στην Αίθουσα Ι εκτίθενται ευρήματα από αρχαιολογικούς χώρους της προϊστορικής περιόδου της ευρύτερης περιοχής της Πάφου. Πρόκειται κυρίως για ευρήματα της χαλκολιθικής περιόδου από τη Λέμπα και την Κισσόνεργα. Στην ίδια αίθουσα υπάρχουν κεραμεικά ευρήματα από όλες τις περιόδους της Εποχής του Χαλκού. Μέσα σε ειδική προσθήκη εκτίθενται αντιπροσωπευτικά δείγματα μεταλλικών ευρημάτων και, τέλος, υπάρχει μια προσθήκη με κοσμήματα διαφόρων εποχών.
Η Αίθουσα ΙΙ στεγάζει αντικείμενα από τη γεωμετρική μέχρι και την κλασική περίοδο, τα οποία προέρχονται από την Παλαίπαφο (Κούκλια), τη Νέα (Κάτω) Πάφο και το Μάριον. Δείγματα επιτόπιας κεραμεικής εκτίθεται δίπλα στην εισηγμένη αττική κεραμεική, τονίζοντας έτσι τις στενές σχέσεις μεταξύ των δύο χώρων. Στην ίδια αίθουσα εκτίθεται και μια σειρά αντιπροσωπευτικών τύπων νομισμάτων των βασιλέων της Πάφου και του Μαρίου, καθώς και νομίσματα της πτολεμαϊκής και ρωμαϊκής περιόδου. Εκτίθενται επίσης λίθινα γλυπτά, μεταξύ των οποίων επιτύμβια, καθώς και ενεπίγραφα.
Στην Αίθουσα ΙΙΙ εκτίθενται ευρήματα της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου, καθώς και μέρος της συλλογής σαρκοφάγων και λίθινων γλυπτών. Παρουσιάζονται δείγματα κεραμεικής και υαλουργίας των πιο πάνω περιόδων, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μια μοναδική συλλογή πήλινων δοχείων στο σχήμα διαφόρων μελών του ανθρωπίνου σώματος, τα οποία βρέθηκαν στη Νέα Πάφο και χρησιμοποιούνταν για θεραπευτικούς σκοπούς.
Επαρχιακό Μουσείο ΠάφουΕπαρχιακό Μουσείο Πάφου
Στην Αίθουσα IV εκτίθενται δείγματα ευρημάτων που προέρχονται από ανασκαφές της Νέας Πάφου, όπως σπαράγματα τοιχογραφιών και κεραμεική της ρωμαϊκής περιόδου, καθώς και αντικείμενα της παλαιοχριστιανικής και της περιόδου των αραβικών επιδρομών.
Τέλος, στην Αίθουσα V εκτίθεται κυρίως βυζαντινή και μεσαιωνική εφυαλωμένη και χρηστική κεραμική από ανασκαφές της Νέας Πάφου (Χρυσοπολίτισσα, Σαράντα Κολόνες, κ.ά.), καθώς και γλυπτά της φραγκοκρατίας και της ενετοκρατίας.
Διεύθυνση Γρίβα Διγενή, Πάφος (Κτήμα)
Τηλέφωνο 26306215
Ώρες λειτουργίας Τρίτη, Πέμπτη , Παρασκευή: 8.00 -15.00
Τετάρτη: 8.00 - 17.00
Σάββατο: 9.00 - 15.00
Δευτέρα, Κυριακή: κλειστό
Τιμή εισιτηρίου € 1,70
Προσβασιμότητα
Είσοδος: Αναβατόριο
Δεν υπάρχει ειδικός χώρος υγιεινής
Χώρος στάθμευσης (χωρίς σήμανση)

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Το Επαρχιακό Μουσείο Λάρνακας ιδρύθηκε στα 1936 και στεγαζόταν αρχικά σε αίθουσα του συγκροτήματος της εκκλησίας του Αγίου Λαζάρου. Στα 1948 η συλλογή μεταφέρθηκε στο οθωμανικό κάστρο της πόλης μέχρι το 1969, οπότε στεγάστηκε στο σημερινό Μουσείο. Αυτό περιελάμβανε αρχικά δύο αίθουσες. Στα 1987-88 προστέθηκε μια νέα αίθουσα και έγινε ανακατάταξη και εμπλουτισμός της έκθεσης.
Το Μουσείο διαθέτει σήμερα τέσσερις αίθουσες, όπου η έκθεση των αντικειμένων ακολουθεί μια χρονολογική κατάταξη, ούτως ώστε ο επισκέπτης να έχει μια πλήρη και περιεκτική εικόνα της ιστορίας της πόλης και της Επαρχίας της Λάρνακας.
Τα ογκώδη λίθινα ευρήματα φυλάσσονται κάτω από ένα στέγαστρο στην αυλή του Μουσείου. Στα βόρεια του στεγάστρου αναστηλώθηκε ένα ελαιοπιεστήριο που ανασκάφηκε στο χωριό Μαρί, και χρονολογείται στην ελληνιστική περίοδο.
Μπαίνοντας στο Μουσείο συναντά κανείς τον προθάλαμο, όπου εκτίθενται δύο μεγάλες λίθινες ανθρωπόμορφες σαρκοφάγοι. Παρόμοια εκθέματα προέρχονται από τη Σιδώνα της Φοινίκης. Στην ανατολική πλευρά του προθαλάμου βρίσκεται ένα αντίγραφο της γνωστής ενεπίγραφης στήλης του Σαργών Β΄, η οποία βρέθηκε στο Κίτιον το 19ο αιώνα και μεταφέρθηκε στο Μουσείο Περγάμου στο Βερολίνο. Στη δυτική πλευρά του προθαλάμου εκτίθεται ένα αντίγραφο του αριστουργηματικού μαρμάρινου ελληνιστικού αγάλματος της θεάς Αρτέμιδος, το οποίο βρέθηκε επίσης στο Κίτιον στα τέλη του 19ου αιώνα και κατέληξε στο Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης της Βιέννης, όπου εκτίθεται σήμερα.
Η Αίθουσα Ι είναι αφιερωμένη στους προϊστορικούς χρόνους, από τη νεολιθική περίοδο μέχρι την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Μεγάλο μέρος των αντικειμένων που εκτίθενται στην αίθουσα αυτή προέρχεται από τους σημαντικούς οικισμούς της Χοιροκοιτίας και της Καλαβασού.
Η Αίθουσα ΙΙ περιέχει ευρήματα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στα μυκηναϊκά αντικείμενα, μια και η περιοχή της Λάρνακας είναι ιδιαίτερα πλούσια σε ευρήματα αυτής της περιόδου. Μερικά από τα μυκηναϊκά ευρήματα μάλιστα, είναι μοναδικά, όπως για παράδειγμα οι μυκηναϊκοί κρατήρες από την Καλαβασό και την Πύλα. Στην Αίθουσα ΙΙ εκτίθενται επίσης ευρήματα της πρωτογεωμετρικής περιόδου, η οποία αποτελεί τη μεταβατική φάση μεταξύ της Εποχής του Χαλκού της Εποχής του Σιδήρου.
Στην Αίθουσα ΙΙΙ εκτίθενται ευρήματα από τη γεωμετρική και την αρχαϊκή περίοδο, ως τις πρώιμες φάσεις της κλασσικής περιόδου. 
Επαρχιακό Μουσείο ΛάρνακαςΕπαρχιακό Μουσείο Λάρνακας
Το Κίτιον παρουσιάζει, στις αρχικές φάσεις της γεωμετρικής περιόδου, την ιδιαιτερότητα της εγκατάστασης Φοινίκων εμπόρων και αυτό φαίνεται από τα ευρήματα που εκτίθενται εδώ.
Η αίθουσα αυτή περιλαμβάνει τους χαρακτηριστικούς επιτόπιους τύπους της αρχαϊκής κεραμεικής, εισηγμένα φοινικικά αγγεία, καθώς και από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και την Ιωνία. Παρουσιάζονται επίσης δείγματα της αρχαϊκής γλυπτικής, πήλινα αγαλμάτια, επιγραφές και αντικείμενα μικροτεχνίας
Η Αίθουσα ΙV είναι η τελευταία του Επαρχιακού Μουσείου Λάρνακας. Εκτίθενται ευρήματα της κλασσικής, ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου: δείγματα εισηγμένης, κυρίως αττικής, κεραμεικής, υάλινα σκεύη, λύχνοι, αλάβαστρα, αγαλμάτια, γλυπτά, νομίσματα και κοσμήματα. Μια προθήκη περιέχει αντικείμενα μεταλλουργίας που προέρχονται από την πόλη και την Επαρχία της Λάρνακας και χρονολογούνται από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού μέχρι την Εποχή του Σιδήρου. Σε άλλη προθήκη εκτίθενται διάφορα εκλεκτά αντικείμενα που προέρχονται, κατόπιν δωρεάς, από ιδιωτική συλλογή αρχαιοτήτων.
Το Μουσείο Λάρνακος διαθέτει οδηγό σε δύο γλώσσες, ελληνικά και αγγλικά.
Διεύθυνση Πλατεία Καλογραιών (Λάρνακα)
Τηλέφωνο 24304169
Ώρες λειτουργίας Τρίτη, Πέμπτη , Παρασκευή: 8.00 -15.00
Τετάρτη: 8.00 - 17.00
Σάββατο: 9.00 - 15.00
Δευτέρα, Κυριακή: κλειστό
Τιμή εισιτηρίου € 1,70
Προσβασιμότητα
Είσοδος: Αναβατόριο
Δέν υπάρχει ειδικός χώρος υγιεινής ούτε και χώρος στάθμευσης.

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ

Το Επαρχιακό Αρχαιολογικό Μουσείο Λεμεσού ιδρύθηκε στα 1948 και στεγαζόταν στο μεσαιωνικό Κάστρο της πόλης. Μετά τις ταραχές του 1964, οπότε το Κάστρο παραδόθηκε στην Εθνική Φρουρά, το Μουσείο παρέμεινε κλειστό για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Στα 1972 άρχισε η οικοδόμηση του νέου κτηρίου του Μουσείου, μαζί με το παρακείμενο συγκρότημα του Επαρχιακού Δικαστικού Μεγάρου της πόλης. Η έκθεση επαναλειτούργησε τελικά το Μάρτιο του 1975 στο νέο κτήριο, όπου συνεχίζει να στεγάζεται το Μουσείο μέχρι σήμερα. Πρόσφατα έγιναν μετατροπές και επεκτάσεις στο κτήριο με στόχο τη διεύρυνση των εκθεσιακών χώρων.
Στο Μουσείο εκτίθενται ευρήματα που καλύπτουν όλη την αρχαιότητα, από την 10η χιλιετία π.Χ. μέχρι και το τέλος της ρωμαϊκής περιόδου, τα οποία προέρχονται από την πόλη και την Επαρχία της Λεμεσού. Τα αντικείμενα αυτά βρέθηκαν τόσο κατά τη διάρκεια συστηματικών όσο και σωστικών ανασκαφών που πραγματοποιούνται στην περιοχή από το Τμήμα Αρχαιοτήτων και από διάφορες ξένες αρχαιολογικές αποστολές.
Το Μουσείο αποτελείται από δύο μεγάλες ορθογώνιες αίθουσες οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με δύο μικρότερες εγκάρσιες. Στο κεντρικό μέρος του κτηρίου δημιουργείται εσωτερική ανοικτή αυλή, ενώ στην εξωτερική αυλή υπάρχει ένα στέγαστρο για διάφορα ογκώδη λίθινα ευρήματα. Η περιήγηση στο Μουσείο αρχίζει προχωρώντας αριστερά από την αίθουσα της εισόδου, όπου βρίσκεται το εκδοτήριο εισιτηρίων και μικρό πωλητήριο δελταρίων και βιβλίων αρχαιολογικού περιεχομένου.
Η ευρύτερη περιοχή της Λεμεσού περιελάμβανε δύο πόλεις-βασίλεια: το Κούριον και την Αμαθούντα. Τα ευρήματα από το Κούριον εκτίθενται στο Τοπικό Μουσείο Κουρίου στην Επισκοπή, ενώ στο Επαρχιακό Αρχαιολογικό Μουσείο Λεμεσού φιλοξενούνται τα ευρήματα από την Αμαθούντα και στους γύρω αγροτικούς οικισμούς, τα ιερά και τους τάφους. Από τα πλούσια ευρήματα που προέρχονται από την Αμαθούντα ξεχωρίζει μια ομάδα πήλινων ειδωλίων, μια λίθινη στήλη που απεικονίζει την αιγυπτιακή θεότητα Αθώρ και ένα άγαλμα του θεού Βησά. Όλα αυτά τονίζουν τις έντονες επιδράσεις ανατολικών στοιχείων στην καλλιτεχνική παραγωγή της Αμαθούντας.
Στο πρώτο τμήμα της νότιας αίθουσας εκτίθενται ευρήματα που προέρχονται από την πρωϊμότερη θέση όπου παρατηρήθηκε ανθρώπινη παρουσία στην Κύπρο (Ακρωτήρι-Αετόκρεμμος). Στη συνέχεια ακολουθούν ευρήματα από την Ακεραμεική Νεολιθική μέχρι και την κλασική εποχή, τα οποία προέρχονται από οικισμούς της Επαρχίας Λεμεσού, αλλά και από σωστικές ανασκαφές εντός της πόλης. 
Επαρχιακό Μουσείο Λεμεσού 
Επαρχιακό Μουσείο Λεμεσού
Στην αίθουσα αυτή περιλαμβάνονται κυρίως δείγματα κεραμεικής αλλά και γλυπτικής. Αξίζει να παρατηρήσει κανείς τα αγγεία που κατασκευάζονταν μόνο στην Αμαθούντα και φέρουν ζωγραφισμένο το κεφάλι της Αθώρ ή τις επίσης χαρακτηριστικές τοπικές μικρές οινοχόες με το ζωγραφιστό πουλί. Στο βάθος της αίθουσας δεσπόζει το αθωρικό κιονόκρανο που προέρχεται από την Αμαθούντα
Στη δυτική αίθουσα εκτίθενται κυρίως αντικείμενα μεταλλοτεχνίας: εργαλεία, όπλα αλλά και κοσμήματα, νομίσματα και περίαπτα. Εκτίθενται επίσης λίθινα και πήλινα αγαλματίδια.
Στη βόρεια αίθουσα παρουσιάζονται αντικείμενα κεραμεικής, γλυπτικής, υαλουργίας, καθώς και επιτύμβιες και αναθηματικές επιγραφές. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ασβεστολιθικά αγάλματα που προέρχονται από το ιερό του Διός στη Φασούλα, το οποίο λειτουργούσε μέχρι και τον 4ο αι. μ.Χ.
Επιστρέφοντας στην ανατολική αίθουσα της εισόδου αντικρίζουμε την ανθρωπόμορφη σαρκοφάγο που προέρχεται από τη νεκρόπολη της Αμαθούντας.
Διεύθυνση Γωνία Βύρωνος και Αναστάση Σιούκρη (Λεμεσός)
Τηλέφωνο 25305157
Ώρες λειτουργίας Τρίτη, Πέμπτη , Παρασκευή: 8.00 -15.00
Τετάρτη: 8.00 - 17.00
Σάββατο: 9.00 - 15.00
Δευτέρα, Κυριακή: κλειστό
Τιμή εισιτηρίου € 1,70
Προσβασιμότητα Μή προσβάσιμος ο χώρος σε άτομα που διακινούνται με αναπηρικό τροχοκάθισμα.
Δεν υπάρχει ειδικός χώρος υγιεινής ούτε και ειδικός χώρος στάθμευσης

ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ, ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Το πρώτο αρχαιολογικό μουσείο της Κύπρου στεγαζόταν σε μια οικία στην οδό Βικτωρίας στην εντός των τειχών πόλη της Λευκωσίας. Σήμερα βρίσκεται στο κατεχόμενο τμήμα της πόλης. Το Κυπριακό Μουσείο, ως θεσμός, ιδρύθηκε στα 1882. Μέχρι το 1889, οπότε μεταφέρθηκε στην οδό Βικτωρίας, στεγαζόταν σε δύο αίθουσες των κυβερνητικών κτηρίων.
Το σημερινό Κυπριακό Μουσείο άρχισε να κτίζεται στα 1908 και αφιερώθηκε στη μνήμη της βασίλισσας της Αγγλίας Βικτωρίας. Στα 1909 μεταφέρθηκαν οι συλλογές από το σπίτι της οδού Βικτωρίας. Το Κυπριακό Μουσείο είναι ένα νεοκλασικό κτήριο που σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Ν. Μπαλάνο, εταίρο της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών, ενώ η επίβλεψη έγινε από τον Άγγλο αρχιτέκτονα George Jeffery, τότε Έφορο των Αρχαίων Μνημείων του Κυπριακού Μουσείου.
Από το 1908 έγιναν πολλές προσθήκες και μετατροπές στο κτήριο, σε διάφορες χρονικές περιόδους προστέθηκαν νέες αίθουσες, στεγάστηκε το μεγαλύτερο μέρος της κεντρικής εσωτερικής αυλής, κτίστηκε ένας όροφος και επεκτάθηκε σημαντικά η βόρεια πτέρυγα.
Στα 1935, με τη θέσπιση του νέου Περί Αρχαιοτήτων Νόμου και την ίδρυση του Τμήματος Αρχαιοτήτων, άρχισε η αναδιοργάνωση των συλλογών του Κυπριακού Μουσείου, σύμφωνα με τις νεότερες μουσειακές αντιλήψεις και τα νέα αρχαιολογικά δεδομένα, από τον τότε Έφορο του Μουσείου Πορφύριο Δίκαιο.
Το Κυπριακό Μουσείο αποτελείται σήμερα από δεκατέσσερεις αίθουσες που περιβάλλουν σε σχήμα τετραγώνου έναν εσωτερικό κεντρικό χώρο, ο οποίος περιλαμβάνει γραφεία, βιβλιοθήκη, αποθήκες και χώρους συντήρησης ευρημάτων. 
Κυπριακό Μουσείο, ΛευκωσίαΚυπριακό Μουσείο, Λευκωσία
Τα εκθέματα του Μουσείου ακολουθούν χρονολογική και θεματολογική κατάταξη. Εκτίθενται ευρήματα από τις πρωϊμότερες περιόδους της ανθρώπινης παρουσίας στο νησί, από τη 10η χιλιετία π.Χ., μέχρι και τη ρωμαϊκή περίοδο. Η βυζαντινή περίοδος εκπροσωπείται από πολύ λίγα ευρήματα μια το Κυπριακό Μουσείο είναι κατεξοχήν αρχαιολογικό.
Η περιήγηση στο Μουσείο αρχίζει προχωρώντας δεξιά από την αίθουσα της εισόδου, όπου βρίσκεται το εκδοτήριο εισιτηρίων
Στην Αίθουσα Ι παρουσιάζεται η νεολιθική και χαλκολιθική περίοδος. Η αίθουσα αυτή αναδιοργανώθηκε πρόσφατα σύμφωνα με τα νέα ανασκαφικά δεδομένα, τα οποία διαφοροποίησαν την εικόνα που είχαμε για τη νεολιθική Κύπρο. Εκτίθενται εργαλεία, σκεύη, κοσμήματα, ειδώλια και άλλα αντικείμενα αντιπροσωπευτικά της νεολιθικής και χαλκολιθικής περιόδου της Κύπρου. Στην κεντρική προθήκη εκτίθεται ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον σύνολο ευρημάτων, το οποίο αποτελεί μια από τις πρωϊμότερες ενδείξεις λατρείας στο νησί. Η έκθεση συνοδεύεται από φωτογραφικό υλικό.
Οι δύο επόμενες αίθουσες είναι αφιερωμένες στην κεραμεική. Τα ευρήματα είναι ταξινομημένα με χρονολογική σειρά. Στην Αίθουσα ΙΙ εκτίθενται δείγματα από την πλούσια συλλογή κεραμεικής της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού. Η εποχή αυτή έχει να επιδείξει μια από τις κορυφαίες στιγμής της παγκόσμιας κεραμεικής. Εκτίθενται τόσο χρηστικά αγγεία όσο και σύνθετα, αλλά και πήλινα ομοιώματα ιερών, αντικειμένων, κ.ά. Στην Αίθουσα ΙΙΙ παρουσιάζονται δείγματα της κεραμεικής από τη Μέση και Ύστερη Εποχή του Χαλκού, την αρχαϊκή, κλασική, ελληνιστική και τη ρωμαϊκή περίοδο. Εκτός από την επιτόπια παραγωγή παρουσιάζονται και αρκετά δείγματα της εισηγμένης κατά περίοδο κεραμεικής. Έτσι μπορεί ο επισκέπτης να παρακολουθήσει, τόσο την εξέλιξη της επιτόπιας παραγωγής όσο και της εισηγμένης. Όσον αφορά την τελευταία, παρουσιάζονται δείγματα μυκηναϊκής, μινωικής, φοινικικής, και αττικής κεραμεικής, καθώς και αγγεία από φαγεντιανή. Ο τρόπος έκθεσης είναι τέτοιος ώστε να μπορεί ο επισκέπτης να αντιλαμβάνεται και το πώς επηρεάζει κατά περιόδους η εισηγμένη κεραμεική την επιτόπια.
Στην Αίθουσα IV, σε ειδικά διαρρυθμισμένη προθήκη, εκτίθενται πήλινα ειδώλια και αγάλματα που προέρχονται από το εξαιρετικά σημαντικό αρχαϊκό ιερό της Αγίας Ειρήνης, στη βόρεια ακτή του νησιού. Το ιερό ανασκάφηκε στα 1929 από τη Σουηδική Αποστολή. Τα ειδώλια βρέθηκαν γύρω από ένα λίθο, ο οποίος ήταν η ανεικονική παρουσία της ανδρικής θεότητας, και απεικονίζουν σχεδόν αποκλειστικά άνδρες, πολεμιστές, κενταύρους και άρματα με πολεμιστές.
Στην Αίθουσα V παρουσιάζεται η χρονολογική εξέλιξη της γλυπτικής στην Κύπρο. Αρχίζοντας από τα αρχαϊκά έργα, που είναι δουλεμένα κυρίως στον ντόπιο μαλακό ασβεστόλιθο, παρατηρούμε αγάλματα με ιωνικές αλλά και με αιγυπτιακές επιδράσεις. Χαρακτηριστικό της συντηρητικότητας της γλυπτικής του νησιού είναι το γεγονός ότι οι Κούροι (όπως και οι Κόρες) της Κύπρου, σε αντίθεση με αυτούς που προέρχονται από άλλους ελληνικούς τόπους, είναι ντυμένοι. Στην κλασική περίοδο παρατηρούμε πλέον την έντονη ελληνική επίδραση, αναγνωρίζουμε ευκολότερα τους ελληνικούς θεούς και παρατηρούμε ότι πολλά αγάλματα είναι δουλεμένα σε εισηγμένο μάρμαρο. Δεν είναι σαφές αν τα μαρμάρινα αγάλματα εισήχθησαν έτοιμα ή αν εισήγαγαν την πρώτη ύλη και τα λάξευαν εδώ, μιας και είναι γνωστό ότι στην Κύπρο δεν υπάρχει μάρμαρο. Πάντως γνωρίζουμε από τις γραπτές πηγές ότι υπήρχαν αρκετοί Κύπριοι γλύπτες, μερικοί από τους οποίους μάλιστα ήταν ξακουστοί σε ολόκληρο τον αρχαίο ελληνικό κόσμο.
Η ύστερη φάση της κυπριακής γλυπτικής παρουσιάζεται στην Αίθουσα VΙ, όπου εκτίθενται κυρίως μαρμάρινα και ορειχάλκινα γλυπτά της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου, με κύριο έκθεμα στο κέντρο της αίθουσας το ορειχάλκινο άγαλμα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Σεπτήμιου Σεβήρου, το οποίο βρέθηκε στην Κυθραία περί τα τέλη της δεκαετίας του 1920. Η εύρεση του ανάγκασε τις αρχές του Μουσείου να αναζητήσουν συντηρητή στο εξωτερικό, μια και δεν υπήρχαν τότε επαγγελματίες συντηρητές στην Κύπρο.
Η Αίθουσα VΙΙ διαιρείται σε τρεις ενότητες. Το πρώτο της τμήμα είναι αφιερωμένο στην πλούσια και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συλλογή μεταλλικών αντικειμένων διαφόρων περιόδων. Εκτίθενται εργαλεία, όπλα και γενικά αντικείμενα καθημερινής χρήσης πάσης φύσεως, από τα απλούστερα μέχρι τα πιο εξειδικευμένα. Μέσα από τα εκθέματα αυτά ο επισκέπτης μπορεί να αντιληφθεί ότι πολλά από τα αντικείμενα που χρησιμοποιούμε ακόμη και σήμερα, είναι πανάρχαια. Εκτίθενται επίσης λατρευτικά αντικείμενα, όπως ο Κερασφόρος Θεός της Έγκωμης, και άλλα καμωμένα από πολύτιμα μέταλλα.
Στο μεσαίο τμήμα της αίθουσας εκτίθενται δείγματα από την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συλλογή σφραγιδολίθων του Μουσείου, νομίσματα που αντιπροσωπεύουν τις διάφορες κοπές των πόλεων-βασιλείων της Κύπρου, καθώς και της πτολεμαϊκής και ρωμαϊκής περιόδου. Εκτίθενται επίσης μήτρες και άλλα αντικείμενα που επεξηγούν πώς κόβονταν τα νομίσματα κατά την αρχαιότητα. Στους τοίχους αυτού του τμήματος της Αίθουσας VII είναι αναρτημένα δείγματα ψηφιδωτών που προέρχονται από δάπεδα ρωμαϊκών κτηρίων. Τέλος, στο τελευταίο τμήμα της αίθουσας εκτίθενται έργα κοσμηματοποιίας, υαλουργίας, μικροτεχνίας καθώς και λύχνοι καμωμένοι από διάφορα υλικά. Τα ευρήματα αυτά καλύπτουν την περίοδο από την Πρώϊμη Εποχή του Χαλκού μέχρι και την παλαιοχριστιανική περίοδο.
Η Αίθουσα VΙΙΙ έχει διαμορφωθεί ειδικά για να δεχθεί την αναπαράσταση αρχαίων τάφων που καλύπτουν μια περίοδο από την 4η χιλιετία μέχρι τον 4ο αι. π.Χ. Στα δεξιά της Αίθουσας VΙΙΙ ανοίγεται η Αίθουσα ΙΧ, όπου έχουν συγκεντρωθεί αντικείμενα που έχουν σχέση με το θάνατο: επιτύμβιες στήλες με ανάγλυφες παραστάσεις, ζωγραφισμένες πήλινες σαρκοφάγοι και άλλες καμωμένες από ασβεστόλιθο που φέρουν ανάγλυφη διακόσμηση.
Στην Αίθουσα Χ, η οποία βρίσκεται στα αριστερά της Αίθουσας VΙΙΙ, παρουσιάζεται μια αναδρομή στην εξέλιξη της γραφής στην Κύπρο. Η έκθεση αρχίζει με δείγματα των αρχαιότερων μαρτυριών γραφής στο νησί, της κυπρομινωϊκής γραφής (15ος-11ος αι. π.Χ.), η οποία δεν έχει ακόμη αποκρυπτογραφηθεί. Ακολουθούν δείγματα της κυπροσυλλαβικής γραφής, η οποία αποδίδει την ελληνική γλώσσα και παρουσιάζει μιαν αξιοθαύμαστη επιβίωση στο νησί μέχρι και τον 3ο π.Χ. αιώνα. Παρουσιάζονται επίσης μερικές φοινικικές επιγραφές που βρέθηκαν στην Κύπρο. Τέλος, εκτίθενται δείγματα της ελληνικής αλφαβητικής γραφής. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν μερικά αντικείμενα που φέρουν τόσο την κυπροσυλλαβική όσο και την αλφαβητική ελληνική γραφή.
Στην Αίθουσα ΧΙ, που βρίσκεται στον όροφο και είναι προσιτή από δύο αντικριστές σκάλες, εκτίθενται τα μοναδικά στο είδος τους ευρήματα που προέρχονται από τους βασιλικούς τάφους της Σαλαμίνας και χρονολογούνται στα τέλη του 8ου-αρχές του 7ου αιώνα: ένα ξύλινο κρεβάτι και δύο θρόνοι διακοσμημένοι με παραστάσεις από ελεφαντόδοντο, ασήμι και γυαλί. Ακόμη, ένας χάλκινος λέβητας που στηρίζεται σε σιδερένιο υποστάτη και το στόμιό του είναι διακοσμημένο με προτομές σειρήνων και γρυπών. Εκτίθενται επίσης τα εξαρτήματα από τα άρματα που βρέθηκαν στους δρόμους των βασιλικών τάφων. Κατά την ανασκαφή βρέθηκαν και τα άλογα που τα έσερναν, τα οποία είχαν θυσιαστεί επί τόπου για να συνοδεύσουν τον αφέντη τους στον Κάτω Κόσμο. Τα έθιμα αυτά παραπέμπουν σε ομηρικά έθιμα ταφής. Στην ίδια αίθουσα εκτίθενται και τα ευρήματα από το κενοτάφιο του τελευταίου βασιλιά της Σαλαμίνα Νικοκρέοντα. Πολύ εκφραστικά είναι τα πήλινα κεφάλια που πιστεύεται ότι είναι προσωπογραφίες του βασιλιά και των μελών της οικογένειάς του.
Η Αίθουσα ΧΙΙ είναι αφιερωμένη στην αρχαία μεταλλουργία. Οι προθήκες είναι διαρρυθμισμένες με τέτοιο τρόπο, ώστε να αναπαριστούνται τα διάφορα στάδια, από την εξόρυξη, την εκκαμίνευση, μέχρι και το τελικό στάδιο παραγωγής του χαλκού και την μεταλλοτεχνία. Η διαρρύθμιση αυτή έχει εκπαιδευτικό χαρακτήρα, μια και στην αίθουσα αυτή γίνονται τα εκπαιδευτικά προγράμματα του Κυπριακού Μουσείου, που αφορούν την αρχαία μεταλλουργία.
Στην Αίθουσα ΧΙΙΙ εκτίθενται τα αγάλματα που κοσμούσαν το ρωμαϊκό γυμνάσιο της Σαλαμίνας. Τα αγάλματα συνοδεύονται από φωτογραφίες του γυμνασίου και γενικά της πόλης της Σαλαμίνας.
Τέλος, στην Αίθουσα ΧIV παρουσιάζονται με χρονολογική σειρά, από την Πρώϊμη Εποχή του Χαλκού μέχρι τη ρωμαϊκή περίοδο, τα πήλινα ειδώλια της Κύπρου. Μια επίσκεψη στο Κυπριακό Μουσείο κορυφώνεται μέσα από μια ευχάριστη περιδιάβαση στον τομέα αυτό της αρχαίας τέχνης, η οποία χαρίζει στο θεατή τόσο την καλλιτεχνική ματιά του αρχαίου Κυπρίου όσο και σκηνές από την ίδια την καθημερινή του ζωή και τις ιδεολογικές του αναζητήσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σκηνές της καθημερινότητας, όπως είναι οι απεικονίσεις γυναικών και μαιών τη στιγμή του τοκετού, το ζύμωμα του ψωμιού, κ.ά.
Διεύθυνση Μουσείου 1 (Λευκωσία)
Τηλέφωνο 22865888 (είσοδος/πώληση εισητηρίων)
22303112 (πληροφορίες εκτός ωρών λειτουργίας του Μουσείου)
Ώρες λειτουργίας Τρίτη, Πέμπτη , Παρασκευή: 8.00 -16.00
Τετάρτη: 8.00 - 17.00
Σάββατο: 9.00 - 16.00
Κυριακή: 10.00 - 13.00
Δευτέρα: κλειστό
Τιμή εισιτηρίου €3,40
Προσβασιμότητα
Είσοδος: Κεκλιμένη αναβαθμίδα
Αίθουσες: Αναβατόριο
Ειδικός χώρος στάθμευσης (χωρίς σήμανση)
Ειδικός χώρος υγιεινής (προσωρινός χώρος σε δύσκολο σημείο)